οἰστρώδης

From LSJ
Revision as of 19:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρώδης Medium diacritics: οἰστρώδης Low diacritics: οιστρώδης Capitals: ΟΙΣΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: oistrṓdēs Transliteration B: oistrōdēs Transliteration C: oistrodis Beta Code: oi)strw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80 ; λύσσαι Ti.Locr.102e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰστρώδης: словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).