παραπύημα

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπύημα Medium diacritics: παραπύημα Low diacritics: παραπύημα Capitals: ΠΑΡΑΠΥΗΜΑ
Transliteration A: parapýēma Transliteration B: parapyēma Transliteration C: parapyima Beta Code: parapu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] etter.