παραπόρφυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A edged with purple, Poll.7.46, 10.42 ; τὰ π. τῶν ἰσχίων Alciphr.1.39.
German (Pape)
[Seite 495] an der Seite purpurn; χλαμύς, Poll. 7, 46; στρωμνή, 10, 42.
Greek (Liddell-Scott)
παραπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, Πολυδ. Ζ΄, 46, Ι΄, 42· τὰ π. τῶν ἰσχίων, τὰ πορφυρᾶ πλάγια αὐτῶν, Ἀλκίφρ. Ἐπιστ. 1. 39.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πορφυρά παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πορφυρός].