παρεμπλέκω

From LSJ
Revision as of 12:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπλέκω Medium diacritics: παρεμπλέκω Low diacritics: παρεμπλέκω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paremplékō Transliteration B: paremplekō Transliteration C: parempleko Beta Code: paremple/kw

English (LSJ)

   A insert men in ranks, Ascl.Tact.10.17 ; mingle, τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. Fr.41 :—Med., prob. in Phot. (παρεπλεξάμην cod.) : metaph., interweave, Eust.2.2, al. :—Pass., to be blended with, contained in, Diph. Siph. ap. Ath.2.57c ; to be involved, Vett. Val.181.35.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπλέκω: ἐμπλέκω μετά τινος ἢ μεταξύ, Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι μεταξύ, Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.

Greek Monolingual

Α εμπλέκω
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη του στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).