πενταφάρμακος

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταφάρμᾰκος Medium diacritics: πενταφάρμακος Low diacritics: πενταφάρμακος Capitals: ΠΕΝΤΑΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pentaphármakos Transliteration B: pentapharmakos Transliteration C: pentafarmakos Beta Code: pentafa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of five drugs or ingredients : pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.

German (Pape)

[Seite 557] aus fünf Giften od. Arzneimitteln bestehend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον- είδος εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + φάρμακον (πρβλ. τετρα-φάρμακος)].