περισσάκις

From LSJ
Revision as of 12:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσάκις Medium diacritics: περισσάκις Low diacritics: περισσάκις Capitals: ΠΕΡΙΣΣΑΚΙΣ
Transliteration A: perissákis Transliteration B: perissakis Transliteration C: perissakis Beta Code: perissa/kis

English (LSJ)

Att. περιττ-, Adv. of περισσός, of numbers,

   A taken an odd number of times, multiplied by an odd number, Pl.Prm. 144a, Plu.2.744a, etc.

German (Pape)

[Seite 592] adv. zu περισσός, auf eine ungrade Weise, in Zahlverhältnissen, wie z. B. 9 das Quadrat einer ungraden Wurzel, 3, und zwar auf eine ungrade Weise ist, nämlich durch Multiplication mit einer ungraden Zahl, vgl. Plat. Parmen. 143 e; Plut. Symp. 9, 14.

Greek (Liddell-Scott)

περισσάκις: μεταγ. Ἀττ. περιττ-, ἐπίρρ. τοῦ περισσός, ἐπὶ ἀριθμῶν, λαμβανόμενος περιττῶς, πολλαπλασιαζόμενος διὰ περιττοῦ ἀριθμοῦ, π. χ. τὸ 9 εἶναι τετράγωνον τῆς περιττῆς ῥίζης 3, ὅθεν εἶναι περιττάκις περιττός, Πλάτ. Παρμ. 144Α, Πλούτ. 2. 744Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
un nombre de fois impair.
Étymologie: περισσός, -ακις.

Greek Monolingual

και αττ. περιττάκις Α
επίρρ. (για αριθμούς) κατά περιττό αριθμό, μονά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].

Russian (Dvoretsky)

περισσάκις: атт. περιττάκις (ᾰ) adv. нечетное число раз Plat., Plut.