πισσόχριστος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον,
A smeared with pitch, νῆες Hsch. s.v. μέλαιναι νῆες.
Greek (Liddell-Scott)
πισσόχριστος: -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, νῆες Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι νῆες.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + χριστός (< χρίω «αλείφω»)].