πολύχαρμος

From LSJ
Revision as of 09:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαρμος Medium diacritics: πολύχαρμος Low diacritics: πολύχαρμος Capitals: ΠΟΛΥΧΑΡΜΟΣ
Transliteration A: polýcharmos Transliteration B: polycharmos Transliteration C: polycharmos Beta Code: polu/xarmos

English (LSJ)

ον, (χάρμη)

   A very warlike, AP5.201 (Asclep. or Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 676] sehr kriegerisch, Asclepiads. 29 (V, 202).

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαρμος: -ον, (χάρμη) λίαν πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ἀνθ. Π. 5. 202.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ πολεμικός, φιλοπόλεμος («νικήσασα κέλητι Φιλαινίδα τὴν πολύχαρμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρμος (< χάρμη «χαρά της μάχης»), πρβλ. μενέ-χαρμος].

Russian (Dvoretsky)

πολύχαρμος: весьма воинственный Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαρμος -ον [πολύς, χάρμη] oorlogszuchtig.