ποτηροθήκη
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἡ,
A table for setting out cups, sideboard, buffet, Gloss.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποτηροθήκη: ἡ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τοποθετοῦνται ποτήρια, κυλικεῖον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούνται ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρ «ποτήρι» + θήκη.