ποταμώδης

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμώδης Medium diacritics: ποταμώδης Low diacritics: ποταμώδης Capitals: ΠΟΤΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: potamṓdēs Transliteration B: potamōdēs Transliteration C: potamodis Beta Code: potamw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a river, δάκρυον Eun.Hist.p.206D.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ποταμόν, Εὐνάπ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 54. 15.

Greek Monolingual

-ες, ΜΑ ποταμός
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι
αρχ.
μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμιδάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.).