προλάκκιον
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
τό,
A ante-chamber, Arist.PA675a13.
German (Pape)
[Seite 732] τό, Vorsumpf, Behältniß in der Erde vor einem größern, Arist. part. anim. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προλάκκιον: τό, λάκκος μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάκκος + επίθημα -ιον].
Russian (Dvoretsky)
προλάκκιον: τό маленький водоем или болотце (находящееся перед большим) Arst.