προμετωπίς
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A star on the forehead, π. χρυσαῖ, ἀργυραῖ, Callix.2. II front of a coffin, Inscr.Magn.281 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 734] ίδος, ἡ, das Stirnblatt, = Vorigem, Ath. V, 200 e 202 a.
Greek (Liddell-Scott)
προμετωπίς: -ίδος, κόσμημά τι ἐπὶ τοῦ μετώπου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε, 202Α.