προσεπιπλέω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
Full diacritics: προσεπιπλέω | Medium diacritics: προσεπιπλέω | Low diacritics: προσεπιπλέω | Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΠΛΕΩ |
Transliteration A: prosepipléō | Transliteration B: prosepipleō | Transliteration C: prosepipleo | Beta Code: prosepiple/w |
A sail towards or against, Poll.1.124.
[Seite 761] (s. πλέω), daraufzu-, darauflosschiffen, zu Schiffe angreifen, Poll.
προσεπιπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρὸς ἢ ἐναντίον, Πολυδ. Α΄, 124.
Α ἐπιπλέω
εκτός τών άλλων επιτίθεμαι με πλοία κι εγώ.