προσομοιάζω

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομοιάζω Medium diacritics: προσομοιάζω Low diacritics: προσομοιάζω Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΑΖΩ
Transliteration A: prosomoiázō Transliteration B: prosomoiazō Transliteration C: prosomoiazo Beta Code: prosomoia/zw

English (LSJ)

   A to be like, Gp.2.21.6.

German (Pape)

[Seite 774] ähnlich sein, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσομοιάζω: εἶμαι προσόμοιος, ὅμοιος πρός τι, Γεωπ. 2, 21, 6.

Greek Monolingual

ΝΜ, και προσμοιάζω Ν προσόμοιος
(αμτβ.) είμαι προσόμοιος, σχεδόν όμοιος, παρεμφερής με κάποιον, παρουσιάζω ορισμένες ομοιότητες
νεοελλ.
(μτβ.) αποδίδω σε κάποιον γνωρίσματα που υπάρχουν και σε άλλον, προσπαθώ να συμπεράνω από τη μορφή του ποιος είναι.