πυρσαυγής
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ές,
A fiery bright, Orph.H.19.1.
German (Pape)
[Seite 825] ές, feuerglänzend, Orph. H. 19, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσαυγής: -ές, πυραυγής, λάμπων ὡς τὸ πῦρ, λαμπρός, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 1.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) «δάδα, φωτιά» + -αυγής (< αὐγή, ἡ ή αὖγος, τὸ), πρβλ. χρυσ-αυγής].