σαρκοκήλη

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοκήλη Medium diacritics: σαρκοκήλη Low diacritics: σαρκοκήλη Capitals: ΣΑΡΚΟΚΗΛΗ
Transliteration A: sarkokḗlē Transliteration B: sarkokēlē Transliteration C: sarkokili Beta Code: sarkokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοκήλη: ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
μη χρησιμοποιούμενη πλέον ονομασία διογκώσεων ποικίλης φύσης τών όρχεων και της επιδιδυμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κήλη. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocele].