σακκώνυμος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον,
A named from a sack, Sch.Lyc.183.
Greek (Liddell-Scott)
σακκώνυμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πτερ-ώνυμος].