σαμβαλούχη

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμβᾰλούχη Medium diacritics: σαμβαλούχη Low diacritics: σαμβαλούχη Capitals: ΣΑΜΒΑΛΟΥΧΗ
Transliteration A: sambaloúchē Transliteration B: sambalouchē Transliteration C: samvaloychi Beta Code: sambalou/xh

English (LSJ)

ἡ,

   A shoe-case, Herod.7.19; also σαλπ-χίς, ίδος, ἡ, ib.53.

Greek Monolingual

ἡ, Α
θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ούχη (< -οῦχος < ἔχω)].