σιδηρόεις
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
εσσα, εν,
A gloss on μελάνδετος, EM551.40.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].