σπευστικός

From LSJ
Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστικός Medium diacritics: σπευστικός Low diacritics: σπευστικός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: speustikós Transliteration B: speustikos Transliteration C: spefstikos Beta Code: speustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hasty, Arist.EN1125a14. Adv. -κῶς EM738.27.

German (Pape)

[Seite 921] eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστικός: -ή, -όν, σπεύδων, «βιαστικός», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπευστός
αυτός που σπεύδει, βιαστικός.
επίρρ...
σπευστικῶς
βιαστικά.

Russian (Dvoretsky)

σπευστικός: торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.