σκορπίουρος

From LSJ
Revision as of 19:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίουρος Medium diacritics: σκορπίουρος Low diacritics: σκορπίουρος Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skorpíouros Transliteration B: skorpiouros Transliteration C: skorpiouros Beta Code: skorpi/ouros

English (LSJ)

ον, (οὐρά)

   A scorpion-tailed: neut. as the name of a plant,= σκορπιοειδές, Sch.Nic.Al.146.    2 = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Dsc.4.190.    3 = σκορπιοκτόνον, Ps.-Dsc.4.190.    4 = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 905] skorpionschwänzig, bes. eine Pflanze, Skorpionschwanz, Diosc. Vgl. σκορπιοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων οὐρὰν σκορπίου· μάλιστα ὡς ὄνομα φυτοῦ, Scorpiurus sulcatus (Sprengel), Διοσκ. 4. 28.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα
αρχ.
1. το φυτό σκορπιοειδές
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα
3. το φυτό ωκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «ακανθώδες φυτό» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].