τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: στλεγγίον | Medium diacritics: στλεγγίον | Low diacritics: στλεγγίον | Capitals: ΣΤΛΕΓΓΙΟΝ |
Transliteration A: stlengíon | Transliteration B: stlengion | Transliteration C: stleggion | Beta Code: stleggi/on |
A v. στλεγγίς.
[Seite 945] τό, dim. von στλεγγίς, Sp.
τὸ, Α στλεγγίς
υποκορ. μικρή στλεγγίδα.