συμπαρήκω

From LSJ
Revision as of 14:58, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρήκω Medium diacritics: συμπαρήκω Low diacritics: συμπαρήκω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΗΚΩ
Transliteration A: symparḗkō Transliteration B: symparēkō Transliteration C: sympariko Beta Code: sumparh/kw

English (LSJ)

   A to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.

German (Pape)

[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.

French (Bailly abrégé)

se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συμπαρήκω: одновременно появляться, сопутствовать (τινί Plut.).