συνανέλκω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανέλκω Medium diacritics: συνανέλκω Low diacritics: συνανέλκω Capitals: ΣΥΝΑΝΕΛΚΩ
Transliteration A: synanélkō Transliteration B: synanelkō Transliteration C: synanelko Beta Code: sunane/lkw

English (LSJ)

   A draw up together, Thphr.CP5.6.3, Ph.2.513, Sch.Ar.Pax706.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich hinauf oder in die Höhe ziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανέλκω: ἀνέλκω ὁμοῦ, ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, Φίλων 2. 513, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 706.

Greek Monolingual

και συνανελκύω Α
έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].

Greek Monolingual

και συνανελκύω Α
έλκω προς τα πάνω, ανασύρω επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνέλκω «έλκω προς τα πάνω, ανασύρω»].