συναναπίπτω

From LSJ
Revision as of 20:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπίπτω Medium diacritics: συναναπίπτω Low diacritics: συναναπίπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synanapíptō Transliteration B: synanapiptō Transliteration C: synanapipto Beta Code: sunanapi/ptw

English (LSJ)

   A concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].