συναναπλάσσω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπλάσσω Medium diacritics: συναναπλάσσω Low diacritics: συναναπλάσσω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: synanaplássō Transliteration B: synanaplassō Transliteration C: synanaplasso Beta Code: sunanapla/ssw

English (LSJ)

   A help in refashioning, Max.Tyr.24.5.    2 make up into pills, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich bilden, erdichten, Max. Tyr.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπλάσσω: ἀναπλάττω ἢ σχηματίζω συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.