συντάμνω

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντάμνω Medium diacritics: συντάμνω Low diacritics: συντάμνω Capitals: ΣΥΝΤΑΜΝΩ
Transliteration A: syntámnō Transliteration B: syntamnō Transliteration C: syntamno Beta Code: sunta/mnw

English (LSJ)

   A v. συντέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συντέμνω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συντέμνω.

Greek Monotonic

συντάμνω: Ιων. αντί συντέμνω.

Russian (Dvoretsky)

συντάμνω: ион. Her. = συντέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντάμνω, zie συντέμνω.