σωματοφρουρητήρ
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = σωματοφύλαξ, Man.4.232.
German (Pape)
[Seite 1060] ῆρος, ὁ, = σωματοφύλαξ, Maneth. 4, 232.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφρουρητήρ: ῆρος, ὁ, = σωματοφύλαξ, Μανέθων 4. 232.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Μ
σωματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φρουρητήρ (< φρουρῶ)].