ταυρηλάτης

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρηλάτης Medium diacritics: ταυρηλάτης Low diacritics: ταυρηλάτης Capitals: ΤΑΥΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: taurēlátēs Transliteration B: taurēlatēs Transliteration C: tavrilatis Beta Code: taurhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].