τοξοειδής

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοειδής Medium diacritics: τοξοειδής Low diacritics: τοξοειδής Capitals: ΤΟΞΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: toxoeidḗs Transliteration B: toxoeidēs Transliteration C: toksoeidis Beta Code: tocoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A bow-shaped, Callix.1.

German (Pape)

[Seite 1128] ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τόξου
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές
βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον ενεργό, αλλά διατηρεί την ιδιότητα να συνδέεται με ή να διεγείρει τον σχηματισμό αντισωμάτων
3. φρ. «τοξοειδής δομή»
γεωλ. μεγάλου μήκους κυρτό τοπογραφικό χαρακτηριστικό της επιφάνειας της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ειδής].