ψάγιος

From LSJ
Revision as of 13:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάγιος Medium diacritics: ψάγιος Low diacritics: ψάγιος Capitals: ΨΑΓΙΟΣ
Transliteration A: pságios Transliteration B: psagios Transliteration C: psagios Beta Code: ya/gios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69: ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; ψάδιον· κάταντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ψάγιος: -α, -ον, = πλάγιος, «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.

English (Slater)

ψᾰγῐος
   1 crooked, distorted met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. πλάγιος, επικλινής
2. μτφ. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] dwars, ongepast.