ψιμυθίζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A = ψιμυθιόω, paint with white lead, Zonar.
German (Pape)
[Seite 1400] = ψιμυθόω, ψιμυθιόω, mit Bleiweiß schminken.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμῠθίζω: μελλ. Ἀττ. -ιῶ, = ψιμυθιόω, διὰ ψιμυθίου καλλωπίζω, «φυκιασιδώνω», Ζωναρ. Λεξ. σ. 1874.