ἀγέννεια
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
(in Mss. often ἀγένεια or ἀγεννία). ἡ,
A meanness, baseness, Arist.Virt. Vit.1251b16, Plb.30.9.1, al., Phld.Herc.1457.4. II sordidness, opp. πολυτέλεια, D.S.33.7.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέννεια: (ἐν χειρογράφοις συχνάκις ἀγένεια ἢ ἀγεννία), ἡ, ποταπὸς τρόπος τοῦ φέρεσθαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 4, Πολύβ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bassesse de sentiments.
Étymologie: ἀγεννής.
Spanish (DGE)
v. ἀγένεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέννεια: ἡ Arst., Polyb. v. l. = ἀγένεια 1 и 2.