ἀνθρωπορραίστης
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥαίω)
A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis. II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.
Greek Monolingual
ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].