ἀνθρωπορραίστης

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπορραίστης Medium diacritics: ἀνθρωπορραίστης Low diacritics: ανθρωπορραίστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōporraístēs Transliteration B: anthrōporraistēs Transliteration C: anthroporraistis Beta Code: a)nqrwporrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥαίω)

   A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis.    II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.

Greek Monolingual

ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].