ἀποσαρκόομαι

From LSJ
Revision as of 14:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσαρκόομαι Medium diacritics: ἀποσαρκόομαι Low diacritics: αποσαρκόομαι Capitals: ΑΠΟΣΑΡΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: aposarkóomai Transliteration B: aposarkoomai Transliteration C: aposarkoomai Beta Code: a)posarko/omai

English (LSJ)

dub. sens.,

   A σὰρξ ἀποσαρκοῦται Arist.Pr.865b30 (fort. ἀποστρακοῦται), cf. 966a26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσαρκόομαι: παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ σάρξ καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) γίνομαι σάρξ, ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀποτίθημι τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσαρκόομαι: (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться (σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.).