ἀποσκίασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A shadow, ἀ. τροπῆς a shadow cast by turning, Ep.Jac.1.16, cf. Porph. in Ptol.193, Suid. s.v. ἀνθήλιος. II illusion, deceit, Men. Prot.p.118 D.
German (Pape)
[Seite 324] τό, der geworfene Schatten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίασμα: -ατος, τό, σκιὰ σώματός τινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἀνθήλιος. 2) σκιαγραφία, σκιαγράφημα, ἀληθείας ἴνδαλμα καὶ ἀποσκίασμα Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1sombra proyectada, sombra ἀ. τι τῶν ὑψηλῶν ἐν αὐτῇ μερῶν de la forma de la luna Placit.2.30.3 (= Democr.A 90)
•a causa de los giros de los cuerpos celestes sombra, zona de sombra τὸ ἀ. τῆς τοῦ ἡλίου ἀνταυγείας Theopomp.400, τροπῆς ἀποσκίασμα oscurecimiento por efecto de un cambio, Ep.Iac.1.17, cf. Sud.s.u. ἀνθήλιος.
2 imagen vana, rastro fig. τῆς ἀληθείας Basil.M.30.37C, cf. Gr.Naz.M.36.125C
•sombra chinesca, engaño ἀποσκιάσματα καὶ φενακισμοί Men.Prot.p.118.
II ensombrecimiento τὸ σκότος ... οὐρανοῦ γὰρ καὶ γῆς ἐστιν ἀ. Thdt.Qu.in Ge.7, cf. Gr.Nyss.Hex.13
•ensombrecimiento, ocultación τῆς δυνάμεως Gr.Nyss.Res.p.291.20.
English (Strong)
from a compound of ἀπό and a derivative of σκιά; a shading off, i.e. obscuration: shadow.
English (Thayer)
ἀποσκιαστος, τό (σκιάζω, from σκιά), a shade cast by one object upon another, a shadow: τροπῆς ἀποσκίασμα shadow caused by revolution, ἀπαύγασμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀποσκίασμα)
η σκιά
αρχ.
σκιαγράφημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκίασμα: ατος τό тень: οὐκ ἀ. NT ни тени, т. е. ни намека.
Chinese
原文音譯:¢posk⋯asma 阿坡-士企阿士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-遮蓋
字義溯源:蔭影,影兒;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(σκιά)*=蔭,影子)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 影兒(1) 雅1:17