ἀποτμητέον

From LSJ
Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμητέον Medium diacritics: ἀποτμητέον Low diacritics: αποτμητέον Capitals: ΑΠΟΤΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: apotmētéon Transliteration B: apotmēteon Transliteration C: apotmiteon Beta Code: a)potmhte/on

English (LSJ)

   A one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R.373d; one must excise, τὴν μήτραν Sor.2.89.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, μέρος αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ μήτρα) τὴν σύμπασαν ἀποτμητέον Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.

Spanish (DGE)

1 hay que cortar, extirpar τὴν μήτραν Sor.152.12.
2 c. dat. y gen. hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.R.373d.

Greek Monotonic

ἀποτμητέον: ρημ. επίθ. του ἀποτέμνω, αυτό που πρέπει κάποιος να αποκόψει, να αποσχίσει, τῆς χώρας, ένα τμήμα της χώρας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτμητέον: adj. verb. к ἀποτέμνω.