ἀργομέτωπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.
Spanish (DGE)
-ον
arq. cuyo paramento exterior está sin tallar λίθοι Ph.Mech.82.5, cf. IG 22.463.40 (IV a.C.).
Greek Monolingual
ἀργομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).