ἀργυρόβιος
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
ον, (βιός)
A with the silver bow, Eust.41.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόβιος: ον (βίος), ὁ ἔχων ἀργυροῦν, λαμπρὸν τόξον, «ὁ ἀργυρόβιος ἤτοι λαμπρότοξος» Εὐστ. 41. 11, πρβλ. ἀργυρότοξος.
Spanish (DGE)
-ον el del arco de plata ref. a Apolo, Eust.41.11.
Greek Monolingual
ἀργυρόβιος, -ον (Μ)
ο αργυρότοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + αρχ. βιος (ο) «το τόξο»].