ἀργυραμοιβικός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ή, όν,
A of a money-changer or for a money-changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς Id.Hist.Conscr.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le change de l’argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero τράπεζα ἀ. mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
•dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
•subst. ἡ ἀργυραμοιβική la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. -ῶς a la manera de los cambistas ἀ. ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.
Greek Monolingual
ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
Greek Monotonic
ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.