ἀστραγαλώδης

Revision as of 15:04, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A shaped like an ἀστράγαλος, Tz.H.10.231.

German (Pape)

[Seite 377] ες, von der Gestalt des ἀστράγαλος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλώδης: -ες, ἔχων το σχῆμα ἀστραγάλου, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 231

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγᾰλώδης) -ες
semejante a una taba ὀστάρια τινὰ ἀστραγαλώδη Tz.H.10.224.

Greek Monolingual

ἀστραγαλώδης, -ες (Μ)
διαμορφωμένος σε σχήμα αστραγάλου.