ἀχυρός
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
or ἄχῡρος [ᾰ], ὁ,
A chaff-heap, Eup.299, Ar.Fr.10D., Pl. Com.6, and in the best Mss. of Ar.V.1310: but ἀχυρμός should be read.
German (Pape)
[Seite 420] ὁ, Spreuhaufe, att. für ἀχυρών, nach Phryn. B. A. p. 7, der wie Arcad. p. 72, 5 den Accent so angiebt, aber hinzufügt εἴρηται καὶ ἄχυρος Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1310.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἀχυρμός.
Spanish (DGE)
(ἀχῠρός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄχυρος Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-ῠ- según Phot.α 3470]
pajar καιόμενον τὸν ἀχυρόν Ar.Fr.234, cf. Eup.321, Pl.Com.6, Phryn.PS p.9, Hsch., Phot.l.c., Eust.1698.30.
Greek Monolingual
ἀχυρός και ἄχυρος, ο (Α)
σωρός από άχυρα.
Greek Monotonic
ἀχῡρός: ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· αλλά ἀχυρμός είναι πιθ. ο πραγματικός τύπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχῠρός: или ἄχῠρος (ᾰ) ὁ Arph. v. l. = ἀχυρμός.