ἁπαλόσαρκος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
A with soft or tender flesh, Hp.Liqu.6, Mul.1.1; Diph.Siph. ap. Ath.8.355e.
German (Pape)
[Seite 277] zartfleischig, Hippocr.; Ath. VIII, 355 e von einem Fisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὴν ἤτοι τρυφερὰν σάρκα, Ἱππ. 426. 53, 588. 51.
Spanish (DGE)
-ον
de carne blandade la mujer por op. al hombre, Hp.Mul.1.1, de individuos bien nutridos, Hp.Liqu.6, de pescados, Diph.Siph. en Ath.355c.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.