ἄσκυλτος

From LSJ
Revision as of 15:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκυλτος Medium diacritics: ἄσκυλτος Low diacritics: άσκυλτος Capitals: ΑΣΚΥΛΤΟΣ
Transliteration A: áskyltos Transliteration B: askyltos Transliteration C: askyltos Beta Code: a)/skultos

English (LSJ)

ον,

   A not pulled about, Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; undisturbed, S.E.P.1.71, POxy.532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. IG12(9).15 (Carystus). Adv. -τως without being mangled or hurt, Eust.1252.55.    II Act., without causing laceration, Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3.

German (Pape)

[Seite 372] nicht zerrissen, nicht gequält, Sp.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no sometido a tirones, no desgarrado ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.P.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι Mart.Pol.13.3
no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6
sin pelar ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν Const.App.1.3.8
intacto, indemne οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτον Tim.Ant.Sym.M.86.240A, ἱερόν IG 12(9).15, τὸ μνημεῖον INikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς POxy.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν POxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785
sin daño, de manera incólume ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D
de forma que no dé tirones del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1.

Greek Monolingual

ἄσκυλτος, -ον (AM)
ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος
1. ο ακλόνητος, ο άφοβος
2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά
3. επίρρ. ἀσκύλτως
χωρίς τραυματισμό
αρχ.
αυτός που δεν τραυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].

Russian (Dvoretsky)

ἄσκυλτος: находящийся в покое, не потревоженный (πούς Sext.).