ἄτυπος

From LSJ
Revision as of 12:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτῠπος Medium diacritics: ἄτυπος Low diacritics: άτυπος Capitals: ΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: átypos Transliteration B: atypos Transliteration C: atypos Beta Code: a)/tupos

English (LSJ)

ον,

   A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5    II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.

Russian (Dvoretsky)

ἄτῠπος: косноязычный (balbus et ἄ. Gell.).