ἐθελακρίβεια
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A pretence of accuracy, Sch.Luc.Gall.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελακρίβεια: ἡ, ἡ, ὑπερβολικὴ καὶ κατὰ προσποίησιν ἀκρίβεια, Κύριλλ. Σύμβ. Νικ. σ. 191.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
pretensión de meticulosidad τῆς ἐκείνων ἐθελακριβείας τὰ εὑρήματα de los exégetas nestorianos, Cyr.Al.Ep. (en ACO 1.1.4, p.61.4), cf. Sch.Luc.Gall.32.
Greek Monolingual
ἐθελακρίβεια, η (Α)
υπερβολική, ή προσποιητή ακρίβεια.