ἐκπολέμωσις
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making hostile, Plu.Aem.13.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, Verfeindung, Plut. Aem. P. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπολέμωσις: -εως, ἡ, ἐχθροποίησις, Πλουτ. Αἰμίλ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
excitation à la guerre.
Étymologie: ἐκπολεμόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 incitación a la guerra ἡγούμενος ... οὐδὲν ἔτι δεῖσθαι τῶν χρημάτων τὴν ἐκπολέμωσιν pensando que la incitación a la guerra no requería ya dinero Plu.Aem.13.
2 fig. lucha ref. a la lucha interior entre el cuerpo y el alma τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ἡ πρὸς ἑαυτὸν ἐ. Diodor.T.Rom.7.25.
Greek Monolingual
ἐκπολέμωσις, η (AM)
η δημιουργία εχθρότητας.
Greek Monotonic
ἐκπολέμωσις: -εως, ἡ, δημιουργία εχθρότητας, εχθροπραξίας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπολέμωσις: εως ἡ побуждение к войне, агитация за войну Plut.
Middle Liddell
ἐκπολέμωσις, εως [from ἐκπολεμόω
a making hostile, Plut.