ἐναπορρίπτω
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
A throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.
Spanish (DGE)
tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).
Greek Monolingual
ἐναπορρίπτω (AM)
απορρίπτω, πετώ μέσα σε κάτι.