ἐναποικοδομέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A enclose by a wall, τινά Polyaen.8.51.
German (Pape)
[Seite 828] darin verbauen, einmauern, Polyaen. 8, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποικοδομέω: περικλείω τινὰ διὰ τοίχου, καὶ τὸν προδότην (Παυσανίαν) ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Πολύαιν. 8. 51.
Spanish (DGE)
emparedar τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Polyaen.8.51.