ἐξεραυνάω
From LSJ
English (LSJ)
A v. ἐξερευνάω.
English (Thayer)
(ἐξερευνάω) ἐξερεύνω: 1st aorist ἐξηρεύνησα; to search out, search anxiously and diligently: περί τίνος, T Tr WH ἐξεραυνάω which see). (Sept.; Sophocles, Euripides, Polybius, Plutarch, others.)
Chinese
原文音譯:™xereun£w 誒克士-誒留那哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-搜查
字義溯源:探求,詳細尋求,考察,仔細考查;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἐραυνάω)=查考)組成;而 (ἐραυνάω)出自(λέγω)*=說出)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 考察過(1) 彼前1:10